- πληρώνω
- ΝΜ, πλερώνω Ν1. καταβάλλω χρήματα σε αντάλλαγμα αγορασθέντος πράγματος ή παρασχεθείσας υπηρεσίας2. εξοφλώ χρέος, αποδίδω τα οφειλόμενανεοελλ.1. μτφ. α) αποδίδω, ανταποδίδω, αμείβωβ) ανταποδίδω τα ίσα, ανταποδίδω καλό αντί καλού και κακό αντί κακού, τιμωρώ, εκδικούμαι (α. «ό,τι μού έκανες θα τό πληρώσεις» β. «ο θεός να σέ πληρώσει για το καλό που μού έκανες»)γ) δωροδοκώ, εξαγοράζω («τούς πλήρωσαν και ψήφισαν τον άλλο υποψήφιο»)2. παθ. λαμβάνω το οφειλόμενο ως αμοιβή, μισθό («πληρώθηκα καλά για τη δουλειά που έκανα»)3. (η μτχ. αρσ. ως ουσ.) πληρωμένος ή πλερωμένος -η, -οαυτός που πράττει κάτι κακό μετά από αμοιβή, δωροδοκημένος4. φρ. α) «πληρώνω τα σπασμένα» ή «πληρώνω τις αμαρτίες τών άλλων» ή «πληρώνω τη νύφη» — υφίσταμαι τις συνέπειες ξένων σφαλμάτων, τιμωρούμαι για τα αμαρτήματα άλλωνβ) «πληρώνω με το ίδιο νόμισμα» — ανταποδίδω τα ίσα, δηλαδή οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντοςγ) «δεν πληρώνεται» — λέγεται για κάτι που είναι ανώτερο ανταποδόσεωςδ) «είναι πληρωμένος» — έλαβε την αμοιβή του ή είναι δωροδοκημένος ή είναι βαλτόςμσν.1. (κυριολ. και μτφ.) ορίζω την τιμή ενός πράγματος, αποτιμώ2. μτφ. τελειώνω, εκπληρώνω, εκτελώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πληρώνω < αρχ. πληρῶ, ενώ ο τ. πλερώνω με συστολή τού -η- σε –ε- προ τού -ρ- (πρβλ. κηρίον > κερί, ξηρός > ξερός)].
Dictionary of Greek. 2013.